τερατογόνοι

τερατογόνοι
τερατογόνος
favouring the birth of monsters
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τερατογόνος — ο, ΝΑ, θηλ. και τερατογόνα Ν αυτός που γεννά ή προκαλεί τη γέννηση τεράτων νεοελλ. φρ. «τερατογόνοι παράγοντες» φυσικοί, μηχανικοί, χημικοί ή μικροβιολογικοί παράγοντες που επιδρούν στο έμβρυο ή στο ωάριο και προκαλούν τη γένεση τερατωδών μορφών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”